βάβακος

βάβακος
ο (Α βάβακος)
ο βάτραχος
αρχ.
το τζιτζίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαβάκτης — βαβάκτης, ο (AM) 1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο) 2. χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • βαβάλι — το (AM βαβάλιον, Μ και λιν) η κούνια νεοελλ. το φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • βαμβαίνω — (Α) 1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου 2. τραυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”